- φορολογήσιμος
- -η, -ο, Ναυτός που μπορεί ή που πρέπει να φορολογηθεί («φορολογήσιμοι ίπποι»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φορολογώ + κατάλ. -ή- σιμος (πρβλ. καλλιεργ-ή-σιμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1831 στον Ιωάννη Σούτζο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορολογήσιμος — η, ο αυτός που μπορεί να φορολογηθεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)